- ανθοπώλις
- (-ιδος) η цветочница, продавщица цветов
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανθοπώλης — ο (Α ἀνθοπώλης) (θηλ. ἀνθόπωλις και ἀνθοπῶλις, η) αυτός που πουλά λουλούδια, έμπορος ή μεταπράτης λουλουδιών … Dictionary of Greek